René Magritte, Les Amants, 1928 |
Στα δεκαοκτώ αντίκρισα
το χαμόγελο της άνοιξης στο πρόσωπό σου
και παραδόθηκα.
δυο κόσμοι χωριστά που πάλεψαν να γίνουν ένας
Περιττή απόδειξη πως τα ετερώνυμα έλκονται
και στα ηλεκτρομαγνητικά
πεδία του έρωτα
Φουρτουνιασμένη θάλασσα εγώ κι εσύ στεριά
Ποθούσα το ταξίδι
ήθελες την ασφάλεια του λιμανιού.
Σε χτύπησα όπως το κύμα τα βράχια
να σε σμιλέψω
να σε φέρω στα μέτρα μου
με την αφέλεια παιδιού που αγνοεί
πως το δοχείο δίνει πάντα το σχήμα στο νερό
κι ας δείχνει αθώα ευάλωτη η στεριά
κι ας θορυβεί με παφλασμούς το κύμα
Συμβιβασμός το τίμημα της αγάπης
μια νησίδα στη μέση του Ωκεανού
ποτισμένη από την αρμύρα του ταξιδιού
ριζωμένη βαθιά στα πετρώματα της καρδιάς
όπως το δέντρο στη γη
Δεν θα μάθουμε ποτέ ποιος είχε δίκιο
γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω
κι ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του
που τις επιλέγει ή τον επιλέγουν
-δεν έχει σημασία-
Αντιστρέψαμε τους φυσικούς νόμους
ομώνυμα γίναμε στο αμόνι του χρόνου
που δεν απωθούνται
αλλά έλκονται
Στα σαράντα πια
αφού περάσαμε απ' τα σαράντα κύματα της αγάπης
εσύ παρέμεινες στεριά ακλόνητη
οπλισμένη με το πείσμα του βράχου
κι εγώ ντύθηκα ουρανός
χαμένος στην ασάφειά μου
κι όπως μας βλέπει κανείς από μακριά γελιέται
και θαρρεί πως είμαστε ένα
Ή μήπως δεν γελιέται;
Έτσι όπως έχουμε φορέσει ο ένας το πρόσωπο του άλλου
Έτσι όπως τα μάτια μας μιλούν χωρίς να βγει κουβέντα
Έτσι που την ψυχή μας δονούν οι ίδιοι πόθοι
έτσι που γίναμε, κατά που λέει κι ο Πλάτων,
ανδρόγυνο σωστό!
Μάνος Στεφανάκης, Ηράκλειο 25-6-2014